- ἡδυσματόληρος
- ἡδυσματό-ληρος, ον,A absurdly dainty,
ὀψάρια Archestr.Fr.45.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀψάρια Archestr.Fr.45.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδυσματόληρος — ἡδυσματόληρος, ον (Α) ο παράλογα, ο ανόητα νοστιμευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + συνδετικό φωνήεν ο + ληρος (< λήρος «ανοησία»), πρβλ. κρονό ληρος, χρησμωδό ληρος] … Dictionary of Greek
ἡδυσματολήρων — ἡδυσματόληρος absurdly dainty masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)